-
1 месячный
месячный μηνιάτικος, μηνιαίος* \месячный заработок το μηνιάτικο* * *μηνιάτικος, μηνιαίοςме́сячный за́работок — το μηνιάτικο
-
2 месячный
επ.μηνιαίος, μηνιάτικος•месячный отпуск μηνιαία άδεια•
месячный план μηνιαίο πλάνο•
-ая зарплата οι μηνιάτικες αποδοχές, το μηνιάτικο•
месячный оклад ο μηνιαίος μισθός, το μηνιάτικο•
месячный срок μηνιαία προθεσμία.
-
3 оклад
1. (дверной) το πλαίσιο της θύρας/πόρτας 2. (размер регулярного денежного вознаграждения за выполняемую работу) о μισθός, οι μηνιαίες αποδοχές, το μηνιάτικο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оклад
-
4 месячный
месячныйприл μηνιαίος, μηνιάτικος:\месячный оклад τό μηνιάτικο, ὁ μισθός. -
5 оклад
окладм ὁ μισθός, τό μηνιάτικο, ἡ ἀποδοχή. -
6 ежемесячник
[ιεζυμιέσιτσνικ] ουσ α. μηνιάτικο -
7 ежемесячник
[ιεζυμιέσιτσνικ] ουσ α. μηνιάτικο -
8 ежемесячник
[ιεζυμιέσιτσνικ] ουσ α μηνιάτικο -
9 ежемесячник
[ιεζυμιέσιτσνικ] ουσ α μηνιάτικο -
10 ежемесячник
-а α.μηνιάτικο περιοδικό. -
11 жалованье
-я ουδ.1. μισθός, αποδοχές•жалованье двойное жалованье διπλός μισθός•
половинное жалованье μισός μισθός, ημιμίσθιο•
получить жалованье от, состоять в -ьи у... μισθοδοτούμαι απο•
месячное жалованье ο μηνιάτικος μισθός (το μηνιάτικο).
2. παλ. αμοιβή, δώρο (για υπηρεσία κ.τ.τ.).3. παλ. βράβευση, επιβράβευση. -
12 заработок
-тка α. μισθός, αποδοχές•месячный заработок μηνιαίος μισθός, μηνιαίο, μηνιάτικο•
годовой заработок ετήσιες αποδοχές, χρονιάτικο.
-
13 месячина
-ы θ. παλ. το μηνιάτικο του δουλοπάροικου (αμοιβή σε τρόφιμα και ενδυμασία). -
14 оклад
-а α.1. μισθός, μηνιάτικες αποδοχές, το μηνιάτικο.2. φορολογία, φόρος•подушный оклад φόρος κατ άτομο.
3. περικύκλωση άγριου ζώου.4. μεταλλική περικόσμηση εικόνας.5. παλ. σιλουέτα, περίγραμμα, σκιαγραφία. -
15 ставка
ставка 1-и θ.1. (χαρτπ.) μίζα, πόστα.2. μτφ. προσανατολισμός, υπολογισμός, προοπτική, ποντάρισμα•делать -у ποντάρω.
3. μισθός μηνιάτικος, το μηνιάτικο.4. ° καθορισμένος φόρος είσπραξης• η κανονισμένη χρηματική παραγωγική αμοιβή.ставка 2-и θ.1. η έδρα του αρχηγείου ή του στρατηγείου.2. το αρχηγείο, το στρατηγείο.ставка 3-и θ.βλ. очный.
См. также в других словарях:
μηνιάτικο — το ο μισθός ενός μήνα, το μηναίο: Θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς μόλις πάρω το μηνιάτικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνιάτικος — η, ο 1. ο μηνιαίος 2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα») β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μηναίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης … Dictionary of Greek
μηναιάζω — και μηνιάζω (Μ) προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
μηνιαίος — α, ο (ΑΜ μηνιαῑος, α, ον, Α θηλ. και μηνιαῑος) [μήν] 1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.) 2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία… … Dictionary of Greek
(ε)βδομαδιάτικος — η, ο 1. εβδομαδιαίος (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., (ε)βδομαδιάτικο μισθός μιας εβδομάδας (πρβλ. μηνιάτικο). βδομαδιάτικος η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στη χρονική περίοδο μιας εβδομάδας, ο εβδομαδιαίος: Κάθε Τρίτη πρωί έχουμε τη βδομαδιάτικη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηναίο — το 1. ο μισθός ή το μίσθωμα ενός μήνα, το μηνιάτικο: Σήμερα παίρνω το μηναίο μου και θα μπορέσω να πληρώσω το νοίκι. 2. το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις θρησκευτικές ακολουθίες κάθε μήνα, το μηνολόγιο: Τα δώδεκα μηναία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)